- ανθυπατικός
- ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθυπατικῆς — ἀνθυπατικός proconsular fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπατικήν — ἀνθυπατικός proconsular fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)